- υποκείμενος
- [ипокимэнос] εκ подверженный чему-либо, подлежащий чему-либо
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
ὑποκείμενος — ὑπόκειμαι lie under perf part mp masc nom sg ὑπόκειμαι lie under pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόκειμαι — ὑπόκειμαι, ΝΜΑ [κεῑμαι] 1. κείμαι, βρίσκομαι από κάτω (α. «τα υποκείμενα στρώματα υποχώρησαν» β. «τοιαύτης κρηπίδος ὑποκειμένης αὐταῑς», Πλάτ.) 2. είμαι υποταγμένος σε κάποιον, εξαρτώμαι από κάποιον (α. «υπόκειται στον νόμο» β. «ὑποκεῑσθαι τῷ… … Dictionary of Greek
υπόφορος — ον, Α 1. ο υποκείμενος σε φόρο 2. αυτός που έχει κοίλους πόρους 3. (κατ επέκτ.) αυτός που έχει συρίγγια («ὅσα ὑπόφορα καὶ κόλποι καὶ ἕλκη», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη σημ. «υποκείμενος σε φόρο» < ὑπ(ο) * + φόρος (< φέρω). Για τις άλλες σημ … Dictionary of Greek
въложеныи — (44) прич. страд. прош. 1. Помещенный, положенный внутрь чего л.: аче изламано бѹдеть тѣло [просфора] ѹже. или часть бѹдеть ѹже в потири вложена. КН 1280, 508а; преже бо вложенъ бывъ малъ квасъ в мѣшенье мѹкы. КР 1284, 263б; и вложени быша въ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αΐδασμος — ἀίδασμος, ον (Α) 1. ο υποκείμενος σε διαρκή δασμό («ἐκδίδομεν τὴν γῆν ἀίδασμον» επιγραφή) 2. (και αντίθ.) αδασμολόγητος, αφορολόγητος … Dictionary of Greek
αιολόφοιτος — αἰολόφοιτος, ον (Α) ο υποκείμενος σε άστατη, διαφορετικά εμφανιζόμενη κάθε φορά, παραφροσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰόλος + φοιτος < φοιτῶ] … Dictionary of Greek
αλλοίος — ἀλλοῖος, α, ον (Α) (συγκριτικά αλλοιότερος και αλλοιέστερος) 1. ο άλλου είδους, άλλης φύσεως, αλλιώτικος, διαφορετικός 2. (κατ’ ευφημισμό) αντί τού κακός 3. ο υποκείμενος σε διαφοροποίηση 4. επίρρ. άλλοίως, κατά άλλο τρόπο, διαφορετικά (στον… … Dictionary of Greek
ανεκρηκτικός — ή, ό ο μη υποκείμενος σε έκρηξη … Dictionary of Greek
ανεξέλεγκτος — η, ο (Α ἀνεξέλεγκτος, ον) 1. εκείνος που δεν είναι δυνατόν να ελεγχθεί, μη υποκείμενος σε έλεγχο 2. εκείνος που δεν υπέστη έλεγχο, που δεν εξακριβώθηκε με έλεγχο αρχ. 1. αυτός που δεν μπορεί να εξακριβωθεί ή να αναιρεθεί 2. (για πρόσωπα) εκείνος… … Dictionary of Greek
ανεπίπληκτος — ἀνεπίπληκτος, ον (Α) 1. μη υποκείμενος σε κατάκριση ή επίπληξη 2. ακόλαστος, χυδαίος 3. εκείνος που δεν ασκεί έλεγχο, που δεν ψέγει … Dictionary of Greek
ανταλλάξιμος — η, ο 1. αυτός που μπορεί να ανταλλαγεί, ο υποκείμενος σε ανταλλαγή 2. το ουδ. ως ουσ. τα ανταλλάξιμα ομολογίες που έδωσε το κράτος στους πρόσφυγες από την Τουρκία έναντι της περιουσίας που άφησαν εκεί και που ανταλλάχθηκε από το κράτος με την… … Dictionary of Greek